εἰσπραττομένου

εἰσπραττομένου
εἰσπράσσω
get in
pres part mp masc/neut gen sg (attic)
εἰσπρᾱττομένου , εἰσπράσσω
get in
pres part mp masc/neut gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”